- ἡμιμόχθηρος
- ἡμιμόχθηροςhalf-evilmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημιμόχθηρος — ἡμιμόχθηρος, ον (Α) αυτός που είναι εν μέρει μοχθηρός, μισοάδικος, μισόκακος («ὥρμησαν δὲ ἐπὶ τὰ ἄδικα ἀδικίᾳ ἡμιμόχθηροι ὄντες» ρίχτηκαν στις αδικίες, ενώ ήταν μισοάδικοι, Πλάτ.) … Dictionary of Greek
ἡμιμόχθηρον — ἡμιμόχθηρος half evil masc/fem acc sg ἡμιμόχθηρος half evil neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιμοχθήροις — ἡμιμόχθηρος half evil masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιμοχθήρων — ἡμιμόχθηρος half evil masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιμόχθηρα — ἡμιμόχθηρος half evil neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιμόχθηροι — ἡμιμόχθηρος half evil masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιπόνηρος — ἡμιπόνηρος, ον (Α) εν μέρει πονηρός, μισοπόνηρος, ημιμόχθηρος* … Dictionary of Greek